- αφανέρωτος
- -η, -ο (Μ ἀφανέρωτος, -ον)νεοελλ.αυτός που δεν είναι φανερός από μόνος του ή που δεν αποκαλύπτεται από άλλονμσν.1. αυτός που εξαφανίστηκε, ο άφαντος, ο φυγάς2. δυσκολοφανέρωτος, ακατάληπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αφανέρωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε φανερώνεται: Όλα εκείνα τα χρόνια ζούσε αφανέρωτος στην πρωτεύουσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδεικτος — και άδειχτος, η, ο (Α ἄδεικτος, ον) [δεικνύω, δείχνω] νεοελλ. αυτός που δεν δείχτηκε ή δεν μπορεί να δειχτεί, αφανέρωτος, άγνωστος αρχ. (για τον Θεό) αόρατος, αφανής, άγνωστος … Dictionary of Greek
αδήλωτος — η, ο [δηλώνω] 1. αφανέρωτος, ανέκφραστος, ενδόμυχος 2. αυτός που δεν δηλώθηκε, για προϊόντα ή εμπορεύματα που έπρεπε κατά τον νόμο να δηλωθούν ή για πρόσωπα που δεν καταγράφηκαν στα δημοτικά, στρατιωτικά ή άλλα επίσημα μητρώα … Dictionary of Greek
ανεκδήλωτος — η, ο εκείνος που δεν εκδηλώθηκε, αφανέρωτος … Dictionary of Greek
αφαντασίαστος — ἀφαντασίαστος, ον (AM) [φαντασιάζομαι] 1. αφανέρωτος, ανεκδήλωτος 2. χωρίς τρομακτικά όνειρα 3. απαλλαγμένος από φαντασιώσεις … Dictionary of Greek
κρύφιος — α, ο (AM κρύφιος, ον, θηλ. και κρυφία) 1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) 2. απόρρητος, απόκρυφος μσν. αρχ … Dictionary of Greek